Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
κλαυστήρ
κλαυστικός
κλαυστός
κλάω
κλάω2
View word page
κλαῦμα
a weeping, wailing
ShortDef
a weeping, wailing
Debugging
Headword:
κλαῦμα
Headword (normalized):
κλαῦμα
Headword (normalized/stripped):
κλαυμα
IDX:
48743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48744
Key:
Data
{'content': 'a weeping, wailing'}