Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
κλαυστήρ
κλαυστικός
κλαυστός
κλάω
View word page
κλαυθμών
place of weeping

ShortDef

place of weeping

Debugging

Headword:
κλαυθμών
Headword (normalized):
κλαυθμών
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμων
IDX:
48742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48743
Key:

Data

{'content': 'place of weeping'}