Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστήριον
κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
View word page
κλαυθμός
a weeping

ShortDef

a weeping

Debugging

Headword:
κλαυθμός
Headword (normalized):
κλαυθμός
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμος
IDX:
48738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48739
Key:

Data

{'content': 'a weeping'}