Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλασαυχενεύομαι
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστήριον
κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
View word page
κλαυθμηρός
plaintive
ShortDef
plaintive
Debugging
Headword:
κλαυθμηρός
Headword (normalized):
κλαυθμηρός
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμηρος
IDX:
48736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48737
Key:
Data
{'content': 'plaintive'}