Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλαρόω
κλαρῶται
κλασαυχενεύομαι
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστήριον
κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
View word page
κλαστός
broken in pieces

ShortDef

broken in pieces

Debugging

Headword:
κλαστός
Headword (normalized):
κλαστός
Headword (normalized/stripped):
κλαστος
IDX:
48734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48735
Key:

Data

{'content': 'broken in pieces'}