Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλάρος
κλαρόω
κλαρῶται
κλασαυχενεύομαι
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστήριον
κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
View word page
κλαστόθριξ
curly-haired

ShortDef

curly-haired

Debugging

Headword:
κλαστόθριξ
Headword (normalized):
κλαστόθριξ
Headword (normalized/stripped):
κλαστοθριξ
IDX:
48733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48734
Key:

Data

{'content': 'curly-haired'}