Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλάριον
Κλάριος
Κλάριος2
Κλάριος3
Κλάρος
κλαρόω
κλαρῶται
κλασαυχενεύομαι
κλασιβῶλαξ
κλάσις
κλάσμα
κλαστάζω
κλαστήριον
κλάστης
κλαστόθριξ
κλαστός
Κλαύδιος
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
View word page
κλάσμα
that which is broken off, a fragment, morsel

ShortDef

that which is broken off, a fragment, morsel

Debugging

Headword:
κλάσμα
Headword (normalized):
κλάσμα
Headword (normalized/stripped):
κλασμα
IDX:
48729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48730
Key:

Data

{'content': 'that which is broken off, a fragment, morsel'}