Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλαδεύματα
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
κλαδηφορέω
κλαδηφόρος
κλάδινος
κλαδοειδής
κλάδος
κλαδοτομέω
κλαδώδης
Κλαζομεναί
Κλαζομένιος
κλάζω
κλάιθρον
κλαίς
κλαίω
κλαιωμιλία
κλᾳκοφόρος
κλαμβός
κλανίον
View word page
κλαδώδης
with many
ShortDef
with many
Debugging
Headword:
κλαδώδης
Headword (normalized):
κλαδώδης
Headword (normalized/stripped):
κλαδωδης
IDX:
48705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48706
Key:
Data
{'content': 'with many'}