Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλάδεος
κλαδεύματα
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
κλαδηφορέω
κλαδηφόρος
κλάδινος
κλαδοειδής
κλάδος
κλαδοτομέω
κλαδώδης
Κλαζομεναί
Κλαζομένιος
κλάζω
κλάιθρον
κλαίς
κλαίω
κλαιωμιλία
κλᾳκοφόρος
κλαμβός
View word page
κλαδοτομέω
prune

ShortDef

prune

Debugging

Headword:
κλαδοτομέω
Headword (normalized):
κλαδοτομέω
Headword (normalized/stripped):
κλαδοτομεω
IDX:
48704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48705
Key:

Data

{'content': 'prune'}