Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
Κλάδεος
κλαδεύματα
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
κλαδηφορέω
κλαδηφόρος
κλάδινος
κλαδοειδής
κλάδος
κλαδοτομέω
κλαδώδης
Κλαζομεναί
Κλαζομένιος
View word page
κλαδευτήριον
pruning-knife

ShortDef

pruning-knife

Debugging

Headword:
κλαδευτήριον
Headword (normalized):
κλαδευτήριον
Headword (normalized/stripped):
κλαδευτηριον
IDX:
48697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48698
Key:

Data

{'content': 'pruning-knife'}