Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
Κλάδεος
κλαδεύματα
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
κλαδηφορέω
κλαδηφόρος
κλάδινος
View word page
κλαδάσσομαι
rush violently, surge

ShortDef

rush violently, surge

Debugging

Headword:
κλαδάσσομαι
Headword (normalized):
κλαδάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
κλαδασσομαι
IDX:
48691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48692
Key:

Data

{'content': 'rush violently, surge'}