Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
Κλάδεος
κλαδεύματα
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
View word page
κλαγερός
screaming
ShortDef
screaming
Debugging
Headword:
κλαγερός
Headword (normalized):
κλαγερός
Headword (normalized/stripped):
κλαγερος
IDX:
48688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48689
Key:
Data
{'content': 'screaming'}