Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
Κλάδεος
View word page
κλαγγάνω
scream
ShortDef
scream
Debugging
Headword:
κλαγγάνω
Headword (normalized):
κλαγγάνω
Headword (normalized/stripped):
κλαγγανω
IDX:
48684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48685
Key:
Data
{'content': 'scream'}