Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
View word page
κλαγγαίνω
to give tongue
ShortDef
to give tongue
Debugging
Headword:
κλαγγαίνω
Headword (normalized):
κλαγγαίνω
Headword (normalized/stripped):
κλαγγαινω
IDX:
48683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48684
Key:
Data
{'content': 'to give tongue'}