Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
View word page
κίω
to go
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
κίω
Headword (normalized):
κίω
Headword (normalized/stripped):
κιω
IDX:
48680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48681
Key:
Data
{'content': 'to go'}