Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κίφος
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαδαρόρυγχος
View word page
κίχρημι
to lend

ShortDef

to lend

Debugging

Headword:
κίχρημι
Headword (normalized):
κίχρημι
Headword (normalized/stripped):
κιχρημι
IDX:
48679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48680
Key:

Data

{'content': 'to lend'}