Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιττώ
κίφος
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλαγγώδης
κλαγερός
View word page
κιχοριώδης
of the genus of chicory

ShortDef

of the genus of chicory

Debugging

Headword:
κιχοριώδης
Headword (normalized):
κιχοριώδης
Headword (normalized/stripped):
κιχοριωδης
IDX:
48678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48679
Key:

Data

{'content': 'of the genus of chicory'}