Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιτρόφυτον
κιτρόχρους
κίτταρος
κιττώ
κίφος
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
κλαγγά
κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγή
View word page
κιχλισμός
tittering, giggling

ShortDef

tittering, giggling

Debugging

Headword:
κιχλισμός
Headword (normalized):
κιχλισμός
Headword (normalized/stripped):
κιχλισμος
IDX:
48675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48676
Key:

Data

{'content': 'tittering, giggling'}