Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιτριοειδής
κίτριον
κίτρον
κιτρόφυλλον
κιτρόφυτον
κιτρόχρους
κίτταρος
κιττώ
κίφος
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
κίων
View word page
κιχήσιππον
reaching, attaining

ShortDef

reaching, attaining

Debugging

Headword:
κιχήσιππον
Headword (normalized):
κιχήσιππον
Headword (normalized/stripped):
κιχησιππον
IDX:
48671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48672
Key:

Data

{'content': 'reaching, attaining'}