Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κίτρινος
κιτριοειδής
κίτριον
κίτρον
κιτρόφυλλον
κιτρόφυτον
κιτρόχρους
κίτταρος
κιττώ
κίφος
κιχάνω
κιχήσιππον
κίχλη
κιχλιδιάω
κιχλίζω
κιχλισμός
κιχλοκόσσυφος
κίχορα
κιχοριώδης
κίχρημι
κίω
View word page
κιχάνω
to reach, hit
ShortDef
to reach, hit
Debugging
Headword:
κιχάνω
Headword (normalized):
κιχάνω
Headword (normalized/stripped):
κιχανω
IDX:
48670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48671
Key:
Data
{'content': 'to reach, hit'}