Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κισσών
κίσσωσις
κισσωτός
κισταφορέω
κισταφόρος
κίστη
Κίστιβερ
κιστίδιον
κιστίς
κιστοειδής
κιστοφόρος
Κιτιεύς
Κίτιον
κιτρᾶτον
κιτρέα
κιτρινοειδής
κίτρινος
κιτριοειδής
κίτριον
κίτρον
κιτρόφυλλον
View word page
κιστοφόρος
carrying a chest

ShortDef

carrying a chest

Debugging

Headword:
κιστοφόρος
Headword (normalized):
κιστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κιστοφορος
IDX:
48654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48655
Key:

Data

{'content': 'carrying a chest'}