Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κισσοχαίτης
κισσοχαρής
κισσοχίτων
κισσόω
κισσύβιον
κισσώδης
κισσών
κίσσωσις
κισσωτός
κισταφορέω
κισταφόρος
κίστη
Κίστιβερ
κιστίδιον
κιστίς
κιστοειδής
κιστοφόρος
Κιτιεύς
Κίτιον
κιτρᾶτον
κιτρέα
View word page
κισταφόρος
one who bears
ShortDef
one who bears
Debugging
Headword:
κισταφόρος
Headword (normalized):
κισταφόρος
Headword (normalized/stripped):
κισταφορος
IDX:
48648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48649
Key:
Data
{'content': 'one who bears'}