Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κισσοστέφανος
κισσοτόμος
κισσοφάγος
κισσοφορέω
κισσοφορία
κισσοφόρος
κισσόφυλλον
κισσοχαίτης
κισσοχαρής
κισσοχίτων
κισσόω
κισσύβιον
κισσώδης
κισσών
κίσσωσις
κισσωτός
κισταφορέω
κισταφόρος
κίστη
Κίστιβερ
κιστίδιον
View word page
κισσόω
to wreathe with ivy
ShortDef
to wreathe with ivy
Debugging
Headword:
κισσόω
Headword (normalized):
κισσόω
Headword (normalized/stripped):
κισσοω
IDX:
48641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48642
Key:
Data
{'content': 'to wreathe with ivy'}