Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
Κισσεύς
κισσεύς
Κισσηΐς
κισσηρεφής
κισσήρης
Κισσῆς
κισσητός
κίσσινον
κίσσινος
Κίσσιος
κισσόβρυος
κισσοδέτας
κισσοειδής
κισσοκόμης
κισσοκόρυμβος
κισσόπλεκτος
κισσοποίητος
Κισσός
View word page
κίσσινον
a kind of plaster

ShortDef

a kind of plaster

Debugging

Headword:
κίσσινον
Headword (normalized):
κίσσινον
Headword (normalized/stripped):
κισσινον
IDX:
48619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48620
Key:

Data

{'content': 'a kind of plaster'}