Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
κίσσα
κισσαβίζω
κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
Κισσεύς
κισσεύς
Κισσηΐς
κισσηρεφής
κισσήρης
Κισσῆς
κισσητός
κίσσινον
κίσσινος
Κίσσιος
κισσόβρυος
View word page
Κισσεύς
Cisseus (also Κισσῆς, Cisses)

ShortDef

Cisseus (also Κισσῆς, Cisses)
the ivy-crowned

Debugging

Headword:
Κισσεύς
Headword (normalized):
κισσεύς
Headword (normalized/stripped):
κισσευς
IDX:
48612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48613
Key:

Data

{'content': 'Cisseus (also Κισσῆς, Cisses)'}