Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
κίσσα
κισσαβίζω
κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
Κισσεύς
κισσεύς
Κισσηΐς
κισσηρεφής
κισσήρης
Κισσῆς
κισσητός
κίσσινον
κίσσινος
Κίσσιος
View word page
κισσεοχαίτης
wreathed with ivy

ShortDef

wreathed with ivy

Debugging

Headword:
κισσεοχαίτης
Headword (normalized):
κισσεοχαίτης
Headword (normalized/stripped):
κισσεοχαιτης
IDX:
48611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48612
Key:

Data

{'content': 'wreathed with ivy'}