Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
κίσσα
κισσαβίζω
κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
Κισσεύς
κισσεύς
View word page
κισηρόομαι
turn into pumice

ShortDef

turn into pumice

Debugging

Headword:
κισηρόομαι
Headword (normalized):
κισηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
κισηροομαι
IDX:
48603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48604
Key:

Data

{'content': 'turn into pumice'}