Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιρσός
κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
κίσσα
κισσαβίζω
κίσσαρος
κισσάω
View word page
κισηρίζω
rub with pumice-stone

ShortDef

rub with pumice-stone

Debugging

Headword:
κισηρίζω
Headword (normalized):
κισηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κισηριζω
IDX:
48600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48601
Key:

Data

{'content': 'rub with pumice-stone'}