Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
View word page
ἀγκιστρωτός
barbed

ShortDef

barbed

Debugging

Headword:
ἀγκιστρωτός
Headword (normalized):
ἀγκιστρωτός
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρωτος
IDX:
485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-486
Key:

Data

{'content': 'barbed'}