Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιρρώδης
κιρσοειδής
κιρσοκήλη
κιρσός
κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
κίσσα
View word page
κίρσωσις
becoming varicose

ShortDef

becoming varicose

Debugging

Headword:
κίρσωσις
Headword (normalized):
κίρσωσις
Headword (normalized/stripped):
κιρσωσις
IDX:
48597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48598
Key:

Data

{'content': 'becoming varicose'}