Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιρρός
κιρρώδης
κιρσοειδής
κιρσοκήλη
κιρσός
κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
κίσθος
κίσιρνις
View word page
κιρσόω
cause to become varicose

ShortDef

cause to become varicose

Debugging

Headword:
κιρσόω
Headword (normalized):
κιρσόω
Headword (normalized/stripped):
κιρσοω
IDX:
48596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48597
Key:

Data

{'content': 'cause to become varicose'}