Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιρροειδής
κιρροκοιλάδια
κιρρός
κιρρώδης
κιρσοειδής
κιρσοκήλη
κιρσός
κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
κίσηρις
κισηροειδής
κισηρόομαι
Κισθήνη
View word page
κιρσουλκία
this operation

ShortDef

this operation

Debugging

Headword:
κιρσουλκία
Headword (normalized):
κιρσουλκία
Headword (normalized/stripped):
κιρσουλκια
IDX:
48594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48595
Key:

Data

{'content': 'this operation'}