Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κίρρα
Κίρραθεν
Κιρραῖος
κιρρίς
κιρροειδής
κιρροκοιλάδια
κιρρός
κιρρώδης
κιρσοειδής
κιρσοκήλη
κιρσός
κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κίρσωσις
Κίρτα
κίς
κισηρίζω
View word page
κιρσός
enlargement of a vein, varicocele

ShortDef

enlargement of a vein, varicocele

Debugging

Headword:
κιρσός
Headword (normalized):
κιρσός
Headword (normalized/stripped):
κιρσος
IDX:
48590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48591
Key:

Data

{'content': 'enlargement of a vein, varicocele'}