Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κινητός
κίνητρον
κίννα
κιννάβαρι
κινναβαρίζω
κινναβάρινος
κινναβάριον
κίνναμον
κινναμωμίζω
κινναμώμινος
κιννάμωμον
κινναμωμοφόρος
Κίννας
κινούρης
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρα
Κινύρης
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
View word page
κιννάμωμον
cinnamon
ShortDef
cinnamon
Debugging
Headword:
κιννάμωμον
Headword (normalized):
κιννάμωμον
Headword (normalized/stripped):
κινναμωμον
IDX:
48539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48540
Key:
Data
{'content': 'cinnamon'}