Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
κινησίχθων
κινητέος
κινητήριος
κινητής
κινητικός
κινητός
κίνητρον
κίννα
κιννάβαρι
κινναβαρίζω
κινναβάρινος
κινναβάριον
κίνναμον
κινναμωμίζω
κινναμώμινος
κιννάμωμον
κινναμωμοφόρος
View word page
κίνητρον
ladle

ShortDef

ladle

Debugging

Headword:
κίνητρον
Headword (normalized):
κίνητρον
Headword (normalized/stripped):
κινητρον
IDX:
48530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48531
Key:

Data

{'content': 'ladle'}