Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμυθος
ἀμύκητος
Ἀμύκλα
ἀμυκλᾷδες
Ἀμύκλαθεν
Ἀμύκλαι
Ἀμυκλαϊάζω
Ἀμυκλαῖον
ἀμυκτέον
ἀμύκτηρ
ἀμυκτικός
ἀμυλιδωτόν
ἀμύλιον
ἄμυλος
ἀμύμων
ἄμυνα
ἀμυνάθω
ἀμύνανδρος
ἀμυνητί
Ἀμυνίας
ἀμυνίας
View word page
ἀμυκτικός
fit for tearing, lacerating

ShortDef

fit for tearing, lacerating

Debugging

Headword:
ἀμυκτικός
Headword (normalized):
ἀμυκτικός
Headword (normalized/stripped):
αμυκτικος
IDX:
4852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4853
Key:

Data

{'content': 'fit for tearing, lacerating'}