Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
Κινησίας
κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
κινησίχθων
κινητέος
κινητήριος
κινητής
κινητικός
View word page
κίνημα
a motion, movement
ShortDef
a motion, movement
Debugging
Headword:
κίνημα
Headword (normalized):
κίνημα
Headword (normalized/stripped):
κινημα
IDX:
48518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48519
Key:
Data
{'content': 'a motion, movement'}