Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
Κινησίας
κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
View word page
κινδυνεύω
to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing
ShortDef
to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing
Debugging
Headword:
κινδυνεύω
Headword (normalized):
κινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευω
IDX:
48513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48514
Key:
Data
{'content': 'to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing'}