Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
Κινησίας
κινησίπολος
κίνησις
View word page
κινδυνευτής
a daring, venturesome person

ShortDef

a daring, venturesome person

Debugging

Headword:
κινδυνευτής
Headword (normalized):
κινδυνευτής
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτης
IDX:
48511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48512
Key:

Data

{'content': 'a daring, venturesome person'}