Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
Κινησίας
κινησίπολος
View word page
κινδυνευτέος
one must venture

ShortDef

one must venture

Debugging

Headword:
κινδυνευτέος
Headword (normalized):
κινδυνευτέος
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτεος
IDX:
48510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48511
Key:

Data

{'content': 'one must venture'}