Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
Κινησίας
View word page
κινδυνευτέον
one must venture

ShortDef

one must venture

Debugging

Headword:
κινδυνευτέον
Headword (normalized):
κινδυνευτέον
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευτεον
IDX:
48509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48510
Key:

Data

{'content': 'one must venture'}