Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κινέω
κινηθμός
κίνημα
View word page
κινδύνευμα
a risk, hazard, venture, bold enterprise

ShortDef

a risk, hazard, venture, bold enterprise

Debugging

Headword:
κινδύνευμα
Headword (normalized):
κινδύνευμα
Headword (normalized/stripped):
κινδυνευμα
IDX:
48508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48509
Key:

Data

{'content': 'a risk, hazard, venture, bold enterprise'}