Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
View word page
κιναρηφάγος
eating artichokes

ShortDef

eating artichokes

Debugging

Headword:
κιναρηφάγος
Headword (normalized):
κιναρηφάγος
Headword (normalized/stripped):
κιναρηφαγος
IDX:
48505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48506
Key:

Data

{'content': 'eating artichokes'}