Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
View word page
κιναρεών
artichoke-bed
ShortDef
artichoke-bed
Debugging
Headword:
κιναρεών
Headword (normalized):
κιναρεών
Headword (normalized/stripped):
κιναρεων
IDX:
48504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48505
Key:
Data
{'content': 'artichoke-bed'}