Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
View word page
κιναιδώδης
after the fashion of catamites

ShortDef

after the fashion of catamites

Debugging

Headword:
κιναιδώδης
Headword (normalized):
κιναιδώδης
Headword (normalized/stripped):
κιναιδωδης
IDX:
48502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48503
Key:

Data

{'content': 'after the fashion of catamites'}