Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιναθίζειν
κινάθισμα
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
κινδαψοῖο
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτέος
View word page
κιναιδολόγος
talking of obscene things

ShortDef

talking of obscene things

Debugging

Headword:
κιναιδολόγος
Headword (normalized):
κιναιδολόγος
Headword (normalized/stripped):
κιναιδολογος
IDX:
48500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48501
Key:

Data

{'content': 'talking of obscene things'}