Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
View word page
ἀγκιστρώδης
hook-shaped, barbed

ShortDef

hook-shaped, barbed

Debugging

Headword:
ἀγκιστρώδης
Headword (normalized):
ἀγκιστρώδης
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρωδης
IDX:
484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-485
Key:

Data

{'content': 'hook-shaped, barbed'}