Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κιναθίζειν
κινάθισμα
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναχύρα
View word page
κιναίδισμα
unnatural lewdness

ShortDef

unnatural lewdness

Debugging

Headword:
κιναίδισμα
Headword (normalized):
κιναίδισμα
Headword (normalized/stripped):
κιναιδισμα
IDX:
48496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48497
Key:

Data

{'content': 'unnatural lewdness'}