Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κιναθίζειν
κινάθισμα
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
View word page
κιναιδίζω
practise unnatural vice

ShortDef

practise unnatural vice

Debugging

Headword:
κιναιδίζω
Headword (normalized):
κιναιδίζω
Headword (normalized/stripped):
κιναιδιζω
IDX:
48495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48496
Key:

Data

{'content': 'practise unnatural vice'}