Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κίμων
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κιναθίζειν
κινάθισμα
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
κιναρεών
View word page
κιναιδία
lust

ShortDef

lust

Debugging

Headword:
κιναιδία
Headword (normalized):
κιναιδία
Headword (normalized/stripped):
κιναιδια
IDX:
48494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48495
Key:

Data

{'content': 'lust'}